Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εβραίος
1 εγγραφή
Εβραίος ο [evréos] Ο18 θηλ. Εβραία [evréa] Ο25α & (σπάν.) Εβραίισσα [evréisa] Ο27 : 1α.παλαιότερη (πριν από τον 4ο αι. π.X.) ονομασία των Iουδαίων. β. αυτός που, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής και την πολιτική υπηκοότητά του, κατάγεται από τον αρχαίο λαό της Παλαιστίνης και, κυρίως, πιστεύει στη μονοθεϊστική του θρησκεία· Iσραηλίτης: Οι διωγμοί των Εβραίων. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Οι Εβραίοι της διασποράς. ΠAΡ Ξεκίνησε ο ~ να πάει στο παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο*. || (ως επίθ.): Εβραίοι λογοτέχνες. 2. (μτφ., μειωτ.) για άνθρωπο υπερβολικά φιλάργυρο και γι΄ αυτό σκληρό και ανάλγητο στις οικονομικές ή εμπορικές συναλλαγές του· (πρβ. τσιγκούνης, τσιφούτης).

[λόγ. < ελνστ. ῾Εβραῖος < αραμ. ῾ebrai· λόγ. < μσν. Εβραία < Εβραί(ος) -α· μσν. *Εβραίισσα (πρβ. μσν. Εβραίσσα) < Εβραί(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες