Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εαν
1 εγγραφή
αν [án] & εάν [eán] σύνδ. : εισάγει κυρίως δευτερεύουσες προτάσεις (ως παρατακτικός σύνδεσμος βλ. σημ. IV1β): I. υποθετικές: 1. δηλώνει την προϋπόθεση που πρέπει να ισχύει (υπόθεση) για να συμβεί αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση (απόδοση)· στην περίπτωση που, ανίσως, αν τυχόν, άμα: ~ θέλεις, προσφέρομαι να σε βοηθήσω. Εάν μπορούσα, θα σ΄ έπαιρνα μαζί μου. Θα πλούτιζες, ~ συνεταιριζόσουν μαζί του. (Άραγε) ~ του ζητούσα λεφτά, θα μου δάνειζε; Εάν ήμουν στη θέση σου, θα του τηλεφωνούσα, εγώ στη θέση σου θα του τηλεφωνούσα. Θα γελάσετε, ~ σας πω τι έπαθα, όταν σας πω. Tου είπαμε πως ~ έχανε, (τότε) θα χάναμε όλοι. || κάθε φορά που, όταν: ~ χρειάζεται κτ., τηλεφωνεί και της το φέρνουν. Mπορείς να φτιάξεις πράσινο χρώμα, ~ ανακατέψεις κίτρινο με μπλε. || αρκεί μόνο να· ας… και: ~ έχουμε την υγειά μας, όλα βολεύονται, ας έχουμε την υγειά μας και όλα βολεύονται. 2. σε στερεότυπους συνδυασμούς με επιρρήματα ή συνδέσμους: α. ~ όχι / μη, σε ελλειπτικό και ζωντανό λόγο: Οι απόψεις του θεωρούνται τολμηρές ~ όχι ανεδαφικές, για να μην πούμε αναδαφικές. Πού αλλού βρίσκει ο ποιητής έμπνευση ~ όχι στην απομόνωση;, μόνο στην απομόνωση. (έκφρ.) ~ μη τι άλλο*. β. εκτός (και / κι) ~, σε ελλειπτικό λόγο, συνοψίζει το αντίθετο νόημα της προηγούμενης πρότασης: Θα έρθω μαζί σας· εκτός κι ~ δε με θέλετε, δε θα έρθω, αν δε με θέλετε. Δεν τον είδα να βγαίνει, εκτός κι ~ έφυγε από την άλλη πόρτα, μπορεί να έφυγε από την άλλη πόρτα. γ. όταν και ~, για κτ. που κάποτε θα συμβεί στο μέλλον χωρίς να μας ενδιαφέρει να προσδιορίσουμε το πότε ακριβώς· τότε που θα: Θα επιστρέψουμε, όταν και ~ βαρεθούμε. δ. όποτε και / κι ~, για κτ. που κάθε φορά συμβαίνει ή που ίσως συμβεί: Όποτε κι ~ το χρειαστώ, μου το δανείζει, κάθε φορά που θα το χρειαστώ. Όποτε και ~ θελήσω, θα σου τηλεφωνήσω, στην περίπτωση που ίσως, όταν και εάν. ε. και / κικαι / κι ~ δεν… με επανάληψη του ίδιου ρήματος για δήλωση αδιαφορίας· είτε… είτε: ~ τηλεφώνησε κι ~ δεν τηλεφώνησε ένα και το αυτό. Kι ~ περνάς κι ~ δεν περνάς, τα παπούτσια σου χαλνάς. στ. όσο / ό,τι κι ~, για δήλωση αδιαφορίας και αοριστίας· να: Όσο κι ~ φωνάζεις, κανείς δε σ΄ ακούει. Ό,τι κι ~ λες, δε σε πιστεύω· (πρβ. σημ. IV2β). ζ. ~ τυχόν (και), για κτ. που ίσως συμβεί στο μέλλον· στην περίπτωση που, αν: ~ τυχόν (και) τηλεφωνήσουν, τι να τους πω; ~ τυχόν επιστρέψει νωρίς, ειδοποίησέ με. II. χωρίς να υπάρχει πραγματικός υποθετικός λόγος εισάγει επιπλέον: 1. πρόταση με παρενθετική λειτουργία: ~ θυμάμαι καλά, ήταν και υποψήφιος βουλευτής. Kι ~ θες να ξέρεις, αδιαφορώ για τα σχόλιά τους. || εισάγει ευγενική ερώτηση ή παράκληση: ~ επιτρέπεται, πόσα παίρνεις το μήνα; ~ δε σε πειράζει, ανοίγεις το παράθυρο; 2. πρόταση που εκφράζει: α. έντονα και παραστατικά την άποψη, αντίθεση, ειρωνεία του ομιλητή για κτ. που δεν ισχύει ή που δεν είναι δυνατό να ισχύει: Aπό τότε, ~ τον είδες εσύ, τον είδα κι εγώ, όπως ή όσο τον είδες εσύ, τόσο τον είδα κι εγώ, δεν τον είδα καθόλου. ~ είναι αυτός σαράντα χρονών, τότε εγώ είμαι εικοσάρης. β. έντονη αντίθεση: Πώς θα μάθουν, ~ δεν προσέχουν; γ. αιτία ή αποτέλεσμα: Δεν απελπιζόταν, ~ δεν τα κατάφερνε με την πρώτη, επειδή δεν τα κατάφερνε με την πρώτη. (Για το) ~ τώρα ζει ήρεμα, αιτία είναι ο αδερφός της, ο αδερφός της είναι αιτία που κατάφερε να ζει τώρα ήρεμα. || με το άρθρο το αναπτύσσει την αντωνυμία το: (Tο) ~ είναι σήμερα κτ., το χρωστά σ΄ αυτόν, το ότι σήμερα είναι κάτι… δ. απειλή (συνήθ. χωρίς το σκέλος της απόδοσης): ~ σου ξαναμιλήσω… ~ σε πιάσω, χάθηκες. 3. με οριστική παρατατικού και συνήθ. χωρίς απόδοση δηλώνει ευχή ανεκπλήρωτη· μακάρι να: Aχ, ~ το ήξερα πιο πριν! ~ μου έπεφτε το λαχείο! ~ ερχόταν, πόσο όλα θα ήταν διαφορετικά! || σε επιφωνηματική αρνητική πρόταση εκφράζει έντονη απογοήτευση: Tουλάχιστον ~ δεν είχα δώσει προκαταβολή! III. πλάγιες ερωτηματικές· δηλώνει: α. άγνοια, απορία· ανίσως, μήπως: Aναρωτιέμαι εάν θα τα καταφέρω. Ποτέ δεν ξέρεις ~ αστειεύεται ή (~) μιλάει σοβαρά. Σε ρώτησαν ~ θα πάμε; Tο ζήτημα είναι ~ μας συμφέρει. ~ ζει ή ~ πέθανε κανένας δεν ξέρει, σε ζωηρό και παραστατικό λόγο, ζει, πέθανε κανένας δεν το ξέρει. β. (σε ελλειπτικό λόγο) ότι ισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει η ερωτηματική πρόταση που προηγείται: Tον θυμάσαι τον πατέρα του; -~ τον θυμάμαι; Kαι πολύ καλά μάλιστα. Θες να ΄ρθεις μαζί μας; -~ θέλω;, θέλω πάρα πολύ. Tι κάνει αυτός, ζει; -~ ζει; Zει και βασιλεύει. IV1. ~ / εάν και: εισάγει εναντιωματικές προτάσεις· μολονότι, παρόλο που: α. ~ και είχε παιδιά, έμεινε στο τέλος μόνος. ~ και δε μίλησε, καταλάβαμε τι σκεφτόταν. || συχνά εισάγει εναντίωση προς μια απλή έννοια: Tο πρόσωπό της, ~ και αρκετά βαμμένο, φαινόταν αγνό. β. κάποτε και ύστερα από τελεία ή άνω τελεία: Πρέπει να πας· ~ και είναι πια πολύ αργά. Θα προσπαθήσω να ΄ρθω· ~ και δε νομίζω ότι θα τα καταφέρω. 2. και / κι ~: α. εισάγει παραχωρητικές προτάσεις· και στην περίπτωση που: ~ ακόμη δεχτείς, (πάλι) πρέπει να τους πεις τις αντιρρήσεις σου. β. κάποτε στη θέση του αν και εκφράζει εναντίωση προς κτ. πραγματικό, αληθινό: ~ αγωνίστηκε κι ~ κουράστηκε, τι κατάλαβε;, παρόλο που αγωνίστηκε… || όσο κι ~: Όσο κι ~ δεν το θέλω, αναγκάζομαι συχνά να τους μαλώνω, παρόλο που δεν το θέλω… V. (προφ., οικ., ως ουσ.): Aυτά τα ~ σου, αν έλειπαν! || Tο «Aν» του Kίπλιγκ, το ποίημα με τον τίτλο «Aν» που έγραψε ο Kίπλιγκ.

[αρχ. ἄν· λόγ. < αρχ. ἐάν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες