Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωσίλογος
1 εγγραφή
δωσίλογος ο [δosíloγos] Ο20α : αυτός που συνεργάστηκε με τον κατακτητή, κυρίως με τις γερμανικές αρχές κατοχής, κατά τη διάρκεια του β' παγκόσμιου πολέμου στην Ελλάδα.

[λόγ. δωσι- (θ. του αρχ. ρ. δίδωμι, πρβ. δωσίδικος) + -λογος κατά το υπόλογος με βάση τη λαϊκή φρ. δίνω λόγο `λογοδοτώ΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες