Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυόσμος ο [δjózmos] Ο18 : ποώδες αρωματικό φυτό που τα φύλλα του χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα.
[αρχ. ἡδύοσμος (“που μυρίζει γλυκά”) `πράσινη μέντα΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]