Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσφήμιση
1 εγγραφή
δυσφήμιση η [δisfímisi] Ο33 : δυσφήμηση.

[λόγ. δυσφημι- (δυσφημίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. diffamation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες