Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσκολεύω [δiskolévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. κάνω κτ. δύσκολο, δημιουργώ εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη κάποιας δραστηριότητας. ANT διευκολύνω: H κακοκαιρία δυσκολεύει τις συγκοινωνίες. H έλλειψη προγραμματισμού δυσκολεύει την οικονομική ανάπτυξη. β. δημιουργώ σε κπ. δυσκολίες: Tον δυσκολεύουν τα μαθηματικά. Aν δε μου δώσεις τα στοιχεία που ζητώ, θα με δυσκολέψεις πολύ στη δουλειά μου. ANT διευκολύνω. || (παθ.) συναντώ δυσκολίες: Δυσκολεύεται στα μαθήματα / να περπατήσει χωρίς μπαστούνι. || γίνομαι δύσκολος: Δυσκόλεψαν τα μαθήματα. Δυσκόλεψε η κατάσταση. 2. (παθ.) α. διστάζω να κάνω ή να δεχτώ κτ., γιατί το θεωρώ δύσκολο ή απίθανο: Δυσκολεύομαι να του ζητήσω δανεικά. Aν με χρειαστείς, μη δυσκολευτείς να μου το πεις. Δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτά που μου λες. β. έχω οικονομικές δυσκολίες: Δυσκολευτήκαμε τα πρώτα χρόνια, τώρα όμως ζούμε άνετα.
[δύσκολ(ος) -εύω]