Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυνατότητα
1 εγγραφή
δυνατότητα η [δinatótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα αυτού που είναι δυνατός4, του οποίου η πραγματοποίηση ή η ύπαρξη δεν είναι ασυμβίβαστη με τα πραγματικά δεδομένα: Mε τις προϋποθέσεις αυτές δεν υπάρχει ~ να ολοκληρωθεί το έργο. || πιθανότητα: Δεν μπορώ να αποκλείσω τη ~ ενός σφάλματος στους υπολογισμούς μου. Διαφαίνεται η ~ να πετύχουν τα κόμματα μια συμφωνία. 2. τρόπος που μπορεί να οδηγήσει στην πραγματοποίηση ενός σκοπού: Πρέπει να εξετάσουμε όλες τις δυνατότητες που μας προσφέρονται. Έχω εξαντλήσει κάθε ~. Yπάρχει και μια άλλη ~. || μια δυνατή ευκαιρία: Επαγγέλματα που προσφέρουν πολλές δυνατότητες εξέλιξης. 3. (πληθ.) τα μέσα που διαθέτει κάποιος για την επιτυχία ενός σκοπού: Δεν έχω τις (οικονομικές) δυνατότητες για να σπουδάσω. Kτ. βρίσκεται μέσα στις δυνατότητές μου / έξω από τις δυνατότητές μου. H εταιρεία μας δε διαθέτει τις ανάλογες τεχνικές δυνατότητες για να αναλάβει το έργο. (έκφρ.) στο μέτρο* των δυνατοτήτων κάποιου.

[λόγ. δυνατ(ός)4 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. possibilité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες