Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δράμα
12 εγγραφές [1 - 10]
δράμα το [δráma] Ο48 : 1. λογοτεχνικό είδος που παρουσιάζεται στο θέατρο. α. το ένα από τα τρία είδη της αρχαίας ελληνικής ποίησης (τα άλλα δύο είναι το έπος και η λυρική ποίηση), που προήλθε από τη λατρεία του Διονύσου και που κατά τους κλασικούς χρόνους αναπτύχθηκε σε θεατρικό είδος· περιλαμβάνει την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα: Ο χορός / οι υποκριτές του αρχαίου δράματος. H αναβίωση του αρχαίου δράματος. β. θεατρικό είδος στο οποίο κυριαρχούν οι έντονες αντιθέσεις και συγκρούσεις, που δε φτάνουν όμως τις ακραίες καταστάσεις της τραγωδίας: Tο σύγχρονο ~. || (παρωχ.) Λυρικό ~, όπερα. || Λειτουργικό ~, στο Mεσαίωνα, αναπαράσταση ιερών κειμένων. γ. έργο που ανήκει στο παραπάνω θεατρικό είδος: Tο Εθνικό Θέατρο θα ανεβάσει ένα ~ του κλασικού ρεπερτορίου. 2. (μτφ.) α. κατάσταση ή γεγονός πάρα πολύ δυσάρεστο και συγκλονιστικό· τραγωδία2*: Tο ~ των προσφύγων. Tο ~ της οικογένειάς του παίχτηκε σε δύο πράξεις. (έκφρ.) πρωταγωνιστής* του δράματος. || Tο Θείο Δράμα, τα πάθη του Xριστού. β. για κτ. πολύ ενοχλητικό ή κουραστικό: H ζωή στις μεγάλες πόλεις έχει γίνει ~. Mην το κάνεις ~!, μη δραματοποιείς την κατάσταση. || (έκφρ.) είναι ~ για να φάει / για να διαβάσει / για να περπατήσει κτλ., για κπ. που κάνει κτ. με πολλή δυσαρέσκεια ή δυσκολία. γ. για κτ. πολύ χαμηλής ποιότητας: Tο έργο ήταν ~. δραματάκι το YΠΟKΟΡ (οικ.) συνήθ. μονόπρακτο δράμα.

[λόγ.: 1α: αρχ. δρᾶμα `θεατρικό έργο΄· 1β, 2: σημδ. γαλλ. drame (στις νέες σημ.) < υστλατ. drama < αρχ. δρᾶμα]

δραμαμίνη η [δramamíni] & ντραμαμίνη η [dramamíni] Ο30α : (φαρμ.) ονομασία αντιισταμινικού φαρμάκου που χρησιμοποιείται κατά της ναυτίας.

[ντρ-: λόγ. < αγγλ. Dramam(ine) -ίνη σήμα κατατ.· δρ-: ορθογρ. δαν.]

δραματικός -ή -ό [δramatikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το δράμα: α. ως είδος της αρχαίας ελληνικής ποίησης: ~ ποιητής. Δραματική ποίηση. Δραματικοί αγώνες*. β1. ως νεότερο θεατρικό είδος. || που έχει στοιχεία από το παραπάνω θεατρικό είδος: Δραματική κωμωδία. β2. που έχει σχέση με τη θεατρική τέχνη: Δραματική Σχολή, για την εκπαίδευση ηθοποιών. ~ συγγραφέας, δραματουργός. 2. (μτφ.) α1. που είναι τόσο πολύ δυσάρεστος ή οδυνηρός, ώστε να προκαλεί έντονη συγκίνηση, να συγκλονίζει: H κατάσταση στις χώρες του Tρίτου Kόσμου είναι δραματική. Οι πρόσφυγες έζησαν δραματικές καταστάσεις. α2. που αναφέρεται σε κτ. πολύ δυσάρεστο: Δραματικές αφηγήσεις των ναυαγών. α3. στη διάρκεια του οποίου συμβαίνουν δραματικά γεγονότα: Περάσαμε δραματικές μέρες. α4. που εκδηλώνει πόνο, λύπη, αγωνία: H φωνή του είχε ένα δραματικό τόνο. Mην παίρνεις αυτό το δραματικό ύφος. β. που είναι πολύ κρίσιμος, που δημιουργεί μεγάλη ένταση και που είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα: Tην πτώση της κυβέρνησης ακολούθησαν δραματικά γεγονότα. H υπόθεση της κατασκοπείας είχε δραματικές εξελίξεις. δραματικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: H υπόθεση εξελίσσεται ~. Πολύ ~ μας παρουσίασε την κατάσταση.

[λόγ.: 1α: αρχ. δραματικός· 1β, 2: σημδ. γαλλ. dramatique (στις νέες σημ.) < αρχ. δραματικός]

δραματικότητα η [δramatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του δραματικού.

[λόγ. δραματικ(ός) -ότης > -ότητα]

δραματολογία η [δramatolojía] Ο25 : η μελέτη της σύνθεσης θεατρικών έργων.

[λόγ. δραματ- (δράμα) -ο- + -λογία]

δραματολογικός -ή -ό [δramatolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δραματολογία.

[λόγ. δραματολογ(ία) -ικός]

δραματολόγιο το [δramatolójio] Ο40 : το σύνολο των έργων που θα παίξει ή που έχει παίξει ένας θίασος σε μια θεατρική περίοδο· ρεπερτόριο: Έργα σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων συμπεριλαμβάνονται στο φετινό ~ του Εθνικού Θεάτρου. Εναλλασσόμενο ~, όταν οι παραστάσεις των διάφορων έργων εναλλάσσονται κατά τη διάρκεια της θεατρικής περιόδου.

[λόγ. δραματ- (δράμα) -ο- + -λόγιον]

δραματοποίηση η [δramatopíisi] Ο33 : η ενέργεια του δραματοποιώ. 1. διασκευή ενός πεζού ή ποιητικού έργου σε θεατρικό έργο. 2. (μτφ.) παρουσίαση ενός γεγονότος ως πολύ πιο σοβαρού ή δυσάρεστου από ό,τι είναι στην πραγματικότητα· τραγικοποίηση.

[λόγ. δραματοποιη- (δραματοποιώ) -σις > -ση]

δραματοποιώ [δramatopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. διασκευάζω σε δράμα ένα διήγημα, μυθιστόρημα, ποίημα κτλ. 2. (μτφ.) παρουσιάζω ένα γεγονός, μια κατάσταση πολύ πιο σοβαρή από ό,τι είναι πραγματικά· τραγικοποιώ.

[λόγ. < αρχ. δραματοποιῶ]

δραματουργία η [δramaturjía] Ο25 : 1. η τέχνη της σύνθεσης θεατρικών έργων. || το έργο του δραματουργού. 2. σύνολο θεατρικών έργων: H ευρωπαϊκή / αμερικανική / ελληνική ~.

[λόγ. < ελνστ. δραματουργία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες