Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλοπάροικος
1 εγγραφή
δουλοπάροικος ο [δulopárikos] Ο20α : κατά το Mεσαίωνα, ακτήμονας γεωργός, με περιορισμένα προσωπικά δικαιώματα, που καλλιεργούσε τα κτήματα γαιοκτήμονα, κυρίως φεουδάρχη, από τα οποία δεν είχε δικαίωμα να απομακρυνθεί και μαζί με τα οποία μεταβιβαζόταν και ο ίδιος σε περίπτωση πωλήσεως· (πρβ. δούλος).

[λόγ. δούλ(ος) -ο- + πάροικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες