Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δολο
9 εγγραφές [1 - 9]
δολομίτης ο [δolomítis] Ο10 : (ορυκτ.) ανθρακικό ορυκτό που μοιάζει με μάρμαρο και που έχει χρώμα γκριζωπό.

[λόγ. < γαλλ. dolomite (ορθογρ. δαν.) < ανθρωπων. Dolom(ieu) (Γάλλος γεωλόγος) -ite = -ίτης]

δολοπλοκία η [δoloplokía] Ο25 : ύπουλες και δόλιες ενέργειες που αποβλέπουν στην ηθική ή υλική βλάβη του ανταγωνιστή ή αντιζήλου· πλεκτάνη, μηχανορραφία, ραδιουργία.

[λόγ. < αρχ. δολοπλοκία]

δολοπλόκος -ος / -α -ο [δoloplókos] Ε14 : που κάνει δολοπλοκίες εις βάρος κάποιου άλλου, συνήθ. ως ουσ. ο δολοπλόκος: Δολοπλόκοι και απατεώνες.

[λόγ. < αρχ. δολοπλόκος]

δολοπλοκώ [δoloplokó] Ρ10.9α : κάνω δολοπλοκίες, ραδιουργώ.

[λόγ. < μσν. δολοπλοκώ < δολοπλόκ(ος) -ώ]

δόλος ο [δólos] Ο18 (συνήθ. εν.) : 1. ενέργεια με την οποία παραπλανάται κάποιος και πείθεται να κάνει κτ. που, ενώ ζημιώνει τον ίδιο, ωφελεί αυτόν που χρησιμοποίησε το τέχνασμα: Tου απέσπασε την υπογραφή / τη συγκατάθεση με δόλο. Οι Έλληνες κυρίευσαν την Tροία με δόλο. 2. (νομ.) τρόπος εκτέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, όταν ο δράστης γνωρίζει από πριν τον αθέμιτο χαρακτήρα της: Στην ενέργειά του (δεν) υπήρχε ~.

[αρχ. δόλος `δόλωμα για ψάρια, απάτη΄]

δολοφονία η [δolofonía] Ο25 : 1. προμελετημένος φόνος με δόλιο τρόπο: Άγρια ~ με άγνωστο δράστη. Aπέτυχε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του πρωθυπουργού. Πολιτική ~, για πολιτικούς λόγους. 2. πρόκληση βλάβης κυρίως θανατηφόρας, που είναι αποτέλεσμα εγκληματικής αδιαφορίας, αμέλειας ή σκοπιμότητας: Aυτό δεν ήταν τροχαίο ατύχημα, ήταν ~. Tο κυνήγι των πουλιών δεν είναι ψυχαγωγία αλλά ~.

[λόγ. < αρχ. δολοφονία]

δολοφονικός -ή -ό [δolofonikós] Ε1 : α. που χρησιμοποιείται ή που γίνεται για να δολοφονηθεί κάποιος: Δολοφονικό μαχαίρι. Δολοφονική ενέργεια / πράξη / απόπειρα. β. που ανήκει ή που ταιριάζει σε δολοφόνο: Δολοφονικό χέρι. Δολοφονική φυσιογνωμία. Δολοφονικά ένστικτα.

[λόγ. δολοφόν(ος) -ικός]

δολοφόνος ο [δolofónos] Ο18 θηλ. δολοφόνος [δolofónos] Ο35 & (οικ.) δολοφόνισσσα [δolofónisa] Ο27 : 1. αυτός που σκότωσε κπ. προμελετημένα και με ύπουλο τρόπο: Ο ~ έστησε ενέδρα στο θύμα του. Πληρωμένος ~, που σκοτώνει με αμοιβή για λογαριασμό άλλου. Επαγγελματίας ~, για κπ. που διαπράττει συστηματικά δολοφονίες. || φονιάς. 2α. αυτός που προκαλεί σε κπ. πολύ μεγάλη βλάβη, συνήθ. θανατηφόρα, με την αδιαφορία του ή σκόπιμα και ύπουλα: Οι έμποροι ναρκωτικών είναι δολοφόνοι της νεολαίας μας. || Δολοφόνε της ευτυχίας μου! β. για κτ. που προκαλεί σε κπ. ανεπανόρθωτη βλάβη: Tο τσιγάρο είναι ο ~ της υγείας μας.

[λόγ. < αρχ. δολοφόνος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δολοφόν(ος) -ισσα]

δολοφονώ [δolofonó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. σκοτώνω κπ. προμελετημένα και με ύπουλο, δόλιο τρόπο: Tον δολοφόνησαν σε ενέδρα για να τον ληστέψουν. Δολοφονήθηκε στον εμφύλιο πόλεμο. Άγνωστος βρέθηκε δολοφονημένος. β. προκαλώ ανεπανόρθωτη βλάβη σε κπ. ή σε κτ. εσκεμμένα ή εξαιτίας εγκληματικής αμέλειας ή αδιαφορίας: Οι έμποροι ναρκωτικών δολοφονούν νέους ανθρώπους. Kαθημερινά δολοφονούμε τα δάση μας. || για κατάσταση που ξεφεύγει από τον έλεγχο του ανθρώπου: Tα καρδιαγγειακά νοσήματα δολοφονούν κάθε χρόνο χιλιάδες ανθρώπους. 2. (μτφ., οικ.) για κακή μουσική εκτέλεση· σκοτώνω: Tον δολοφόνησε τον Mπετόβεν.

[λόγ. < αρχ. δολοφονῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες