Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διώβολο
1 εγγραφή
διώβολο το [δióvolo] Ο40 : στην αρχαία Ελλάδα, νόμισμα που είχε αξία δύο οβολών.

[λόγ. < αρχ. διώβολον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες