Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διόπτρα η [δióptra] Ο25 : (οπτ.) όργανο που αποτελείται από ένα σύστημα φακών και που χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων τα οποία βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση: H ~ του Γαλιλαίου. Πρισματική ~. Aστρονομική ~, διοπτρικό τηλεσκόπιο. || (πληθ., λόγ.) διπλή διόπτρα για τη χρησιμοποίηση και των δύο ματιών· κυάλια.
[λόγ. < ελνστ. διόπτρα (πληθ.: σημδ. γαλλ. lunettes)]