Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικαιούμαι
1 εγγραφή
δικαιούμαι [δikeúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) δικαιούσαι, δικαιούται, δικαιούμαστε, δικαιούστε, δικαιούνται, πρτ. δικαιούμουν, μπε. δικαιούμενος : α. έχω το νόμιμο δικαίωμα να απαιτήσω κτ.: ~ το ένα τρίτο της περιουσίας του. ~ επίδομα ανεργίας. ~ ένα μήνα άδεια / σύνταξη / να νοσηλευτώ στην πρώτη θέση. || (μπε., σε λόγ. σύντ.) Οι δικαιούμενοι δανείου και ως ουσ. οι δικαιούμενοι, οι δικαιούχοι. β. έχω δικαίωμα σε κτ., μου οφείλεται ή μου επιτρέπεται κτ.: ~ και εγώ να ξεκουραστώ λίγο. Δε δικαιούσαι να διαμαρτύρεσαι.

[λόγ. παθ. < αρχ. δικαιῶ `κρίνω δίκαιο΄ σημδ. γαλλ. être en droit de]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες