Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διδασκαλία
1 εγγραφή
διδασκαλία η [δiδaskalía] Ο25 : 1α. εκπαιδευτική διαδικασία με την οποία γίνεται η μετάδοση γνώσεων, κυρίως από το δάσκαλο στο μαθητή: Θα καθιερωθεί / εισαχθεί η ~ της πληροφορικής στα σχολεία. Σκοπός και μέθοδος της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών / των μαθηματικών. || νουθεσία. (έκφρ.) άρχισε πάλι τις διδασκαλίες / να αφήσεις τις διδασκαλίες, κουραστικές ή και άχρηστες συμβουλές. || μέθοδος, τρόπος διδασκαλίας: H ~ του γοήτευε τους μαθητές του. β. ~ ενός θεατρικού έργου, προετοιμασία για την παράσταση ενός έργου, κυρίως αρχαίου δράματος. 2. το σύνολο των θέσεων που πρεσβεύει μια θρησκεία ή ένα φιλοσοφικό σύστημα: H χριστιανική ~ / η ~ του Xριστού. H ~ του Σωκράτη.

[λόγ. < αρχ. διδασκαλία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες