Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διγλωσσία
1 εγγραφή
διγλωσσία η [δiγlosía] Ο25 : 1α. η χρήση από ένα άτομο ή από μία κοινότητα δύο διαφορετικών γλωσσών, από τις οποίες συνήθ. η μία είναι η μητρική και η άλλη η επίσημη κρατική. β. η χρήση από ένα λαό δύο διαφορετικών μορφών της εθνικής γλώσσας του, καθεμιά από τις οποίες χρησιμοποιείται για διαφορετικές λειτουργίες: Mε την καθιέρωση της δημοτικής και την κατάργηση της καθαρεύουσας, καταργήθηκε και η ~. 2. (μτφ.) έλλειψη ειλικρίνειας, υποκριτική στάση που εκδηλώνεται με την υποστήριξη δύο διαφορετικών απόψεων, ανάλογα με τη σκοπιμότητα που εξυπηρετείται κάθε φορά: Πολιτική ~. Kαταδικάζεται η ~ της κυβέρνησης, η οποία άλλα δηλώνει στους εργαζομένους και άλλα συμφωνεί με τους εργοδότες.

[λόγ.: 2: ελνστ. διγλωσσία· 1: γαλλ. diglossie < di- = δι- 1 + αρχ. γλῶσσ(α) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες