Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαχωριστικός -ή -ό [δiaxoristikós] Ε1 : 1α. που διαχωρίζει κτ. στα δύο ή κτ. από κτ. άλλο: ~ τοίχος. Διαχωριστική νησίδα*. || (ιατρ.) διαχωριστικό ανεύρυσμα. || Διαχωριστική γραμμή: α. όριο που χωρίζει περιοχές: Ο Έβρος είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Tουρκία. β. (μτφ.): Είναι δύσκολο να τραβήξεις μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο επιθυμητό και στο εφικτό / ανάμεσα στο προοδευτικό και στο συντηρητικό. β. (ως ουσ.) το διαχωριστικό, κινητή ή σταθερή κατασκευή που χωρίζει ένα χώρο στα δύο σαν τοίχος. 2. (γραμμ.) διαχωριστικοί σύνδεσμοι, σύνδεσμοι, κυρίως το “ή” και το “είτε”, που μπαίνουν ανάμεσα στις λέξεις ή στις προτάσεις που πρέπει να χωριστούν και που φανερώνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις δυνατότητες της εναλλαγής χωρίς αυστηρή αντίθεση ή το διλημματικό «ένα από τα δύο»· διαζευκτικοί σύνδεσμοι.
[λόγ.: 1: ελνστ. διαχωριστικός· 2: σημδ. γαλλ. disjonctif]