Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαχειμ
2 εγγραφές [1 - 2]
διαχειμάζω [δiaximázo] Ρ2.1α : (λόγ.) περνώ το χειμώνα σε κάποιο μέρος· ξεχειμωνιάζω, ξεχειμάζω.

[λόγ. < αρχ. διαχειμάζω]

διαχείμαση η [δiaxímasi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαχειμάζω· ξεχειμώνιασμα, ξεχείμασμα.

[λόγ. διαχειμα- (διαχειμάζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες