Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασύρω
1 εγγραφή
διασύρω [δiasíro] -ομαι Ρ αόρ. διέσυρα, απαρέμφ. διασύρει, παθ. αόρ. διασύρθηκα, απαρέμφ. διασυρθεί, μππ. διασυρμένος : εξευτελίζω σε μεγάλο βαθμό κπ.: ~ κπ. ~ την τιμή / την υπόληψη κάποιου. Εφημερίδες που όχι μόνο αντιπολιτεύονται αλλά και διασύρουν την κυβέρνηση.

[λόγ. < αρχ. διασύρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες