Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασταυρώνω
1 εγγραφή
διασταυρώνω [δiastavróno] -ομαι Ρ1 : 1α. τοποθετώ κτ., συνήθ. δύο επιμήκη αντικείμενα, σταυρωτά: ~ το ξίφος μου με κπ., για ξιφομαχία και ως ΦΡ για αντιπαράθεση σε συζήτηση: Οι αρχηγοί των κομμάτων θα διασταυρώσουν τα ξίφη τους στη βουλή. β. ενώνω φυτά ή ζώα διαφορετικού είδους με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέου είδους: ~ τριανταφυλλιές που έχουν άνθη διαφορετικού χρώματος. Διασταυρωμένα είδη ή διασταυρωμένες ποικιλίες, που προέρχονται από διασταύρωση. γ. (μτφ.) συγκρίνω, ελέγχω πληροφορίες, ειδήσεις κτλ. που έχουν διαφορετική προέλευση, για να βρω την αλήθεια: Mη διασταυρωμένη είδηση / πληροφορία. || (έκφρ.) ~ το βλέμμα μου με το βλέμμα κάποιου, κοιτάει ο ένας τον άλλο στα μάτια: Διασταυρώθηκαν τυχαία τα βλέμματά τους. 2. (παθ.) α. (για δρόμο, σιδηροδρομική γραμμή κτλ.) διασχίζω κάθετα ή διαγώνια έναν άλλο δρόμο, σιδηροδρομική γραμμή κτλ.: Σημείο στο οποίο διασταυρώνεται ο δρόμος με τη σιδηροδρομική γραμμή / διασταυρώνονται δύο λεωφόροι. β. συναντιέμαι με κπ. ή με κτ. καθώς κινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση: Διασταυρωθήκαμε χωρίς να χαιρετηθούμε. Tρένα / αυτοκίνητα που διασταυρώνονται. || Πυρά που διασταυρώνονται, που ρίχνονται σε ένα σημείο από διαφορετικές κατευθύνσεις. γ. (μτφ.) για καταστάσεις, συνθήκες ή στοιχεία που παρουσιάζονται συγχρόνως στον ίδιο χώρο και που συνήθ. αλληλοεπηρεάζονται: Στην Ελλάδα διασταυρώθηκαν δύο πολιτισμοί / η ανατολική και η δυτική σκέψη.

[λόγ. < ελνστ. διασταυρ(ῶ) -ώνω `οχυρώνω με φράχτη΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. σταυρός σημδ. γαλλ. croiser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες