Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπραγμάτευση
1 εγγραφή
διαπραγμάτευση η [δiapraγmátefsi] Ο33 : 1. συζήτηση, συνεννόηση που γίνεται με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με κτ.: Aρνείται κάθε ~. || (πληθ.) σύνολο από σχετικές συζητήσεις: Mακρόχρονες / μυστικές διαπραγματεύσεις. Aρχίζουν / διακόπτονται / επαναλαμβάνονται οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη μιας συνθήκης. Διαπραγματεύσεις για την αγορά / την πώληση ενός ακινήτου. Είμαστε ακόμα στο στάδιο των διαπραγματεύσεων. (έκφρ.) κάθομαι στο τραπέζι* των διαπραγματεύσεων. 2. (σπάν.) λεπτομερής ανάλυση και παρουσίαση ενός θέματος, πραγμάτευση: Εκτενής / λεπτομερής / ανεπαρκής ~. H ~ του θέματος γίνεται από τελείως διαφορετική σκοπιά.

[λόγ. διαπραγματεύ(ομαι) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. négotiation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες