Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακύβευση
1 εγγραφή
διακύβευση η [δiakívefsi] Ο33 : η ενέργεια του διακυβεύω: H ~ μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.

[λόγ. διακυβεύ(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες