Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακυβεύω
1 εγγραφή
διακυβεύω [διakivévo] -ομαι Ρ5.1 (συνήθ. παθ.) : αφήνω μια σοβαρή και δύσκολη υπόθεση να εξελιχθεί και να διαμορφωθεί από τυχαίους ή απρόβλεπτους παράγοντες, επειδή δεν μπορώ ή δε θέλω να παρέμβω, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η καλή έκβασή της· ΣYN έκφρ. παίζω κτ. στα ζάρια: Mέσα στη δίνη των διεθνών ανακατατάξεων διακυβεύονται ύψιστα εθνικά μας συμφέροντα, παίζονται.

[λόγ. < ελνστ. διακυβεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες