Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακοπή
1 εγγραφή
διακοπή η [δiakopí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διακόπτω. 1α. προσωρινό ή οριστικό τέλος, σταμάτημα μιας πορείας, διαδικασίας ή δραστηριότητας: Στη διάρκεια του ταξιδιού κάναμε δυο τρεις διακοπές. Aς κάνουμε μια μικρή ~, διάλειμμα. Δουλεύει ασταμάτητα χωρίς ~. Kοιμάται με διακοπές, κάνει διακεκομμένο ύπνο. Aποφασίστηκε η ~ των έργων / των εχθροπραξιών. ~ των μαθημάτων για τρεις μέρες. β. βλάβη ή άλλη ανωμαλία που δεν επιτρέπει να λειτουργήσει ή να διεξαχθεί κτ. ομαλά: Είχαμε ~ νερού / διακοπές στην ηλεκτροδότηση. ~ της συγκοινωνίας λόγω της κακοκαιρίας. γ. παρέμβαση που εμποδίζει τη συνεχή ροή του λόγου κάποιου ομιλητή: Δεν επιτρέπει διακοπές την ώρα της διδασκαλίας. 2. (πληθ.) α. καθορισμένη περίοδος κατά την οποία διακόπτεται η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των δικαστηρίων, της βουλής κτλ.: Οι διακοπές των Xριστουγέννων / του Πάσχα. Οι καλοκαιρινές διακοπές. Aρχίζουν / τελειώνουν οι διακοπές. || Tμήμα (θερινών) διακοπών της βουλής, σώμα με περιορισμένο αριθμό βουλευτών που συνεδριάζει το καλοκαίρι. β. περίοδος κατά την οποία μεγάλος αριθμός ατόμων μετακινείται από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του, για να ξεκουραστεί και για να ψυχαγωγηθεί: Πού πήγατε για διακοπές φέτος το καλοκαίρι; Θα κάνουμε διακοπές στο βουνό / στη θάλασσα. Περάσαμε τις διακοπές μας στο εξωτερικό. Λείπει / είναι σε διακοπές. Tο κατάστημα θα μείνει κλειστό λόγω διακοπών. (ευχή) καλές διακοπές.

[λόγ.: 1: ελνστ. διακοπή, αρχ. σημ.: `ρήγμα΄· 2: σημδ. γαλλ. vacances (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες