Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαγωγή
1 εγγραφή
διαγωγή η [δiaγojí] Ο29 : ο τρόπος που ενεργεί, που συμπεριφέρεται κάποιος στο πλαίσιο των κανόνων της κοινωνίας και της ηθικής: Άμεμπτη / ανεπίληπτη / καλή / κακή / επιλήψιμη / αχαρακτήριστη ~. Πιστοποιητικό καλής διαγωγής. Tου μείωσαν την ποινή λόγω καλής διαγωγής. Επιδεικνύω καλή / κακή ~. || (για μαθητή, στρατιώτη κ.ά.) ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται απέναντι στους σχολικούς, στρατιωτικούς κ.ά. κανόνες: Άριστη / κοσμιοτάτη / κοσμία / μέτρια / καλή ~. Xαλάω / μειώνω τη ~ του μαθητή.

[λόγ. < αρχ. διαγωγή `μεταφορά, τρόπος που περνάει κάποιος τον καιρό του΄ σημδ. γαλλ. conduite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες