Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάστρεμμα
1 εγγραφή
διάστρεμμα το [δiástrema] Ο49 : (ιατρ.) κάκωση σε άρθρωση χωρίς μετατόπιση των οστών της· στραμπούληγμα: Ελαφρό / βαρύ / σοβαρό ~.

[λόγ. < αρχ. διάστρεμμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες