Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάμετρος
1 εγγραφή
διάμετρος η [δiámetros] Ο36 : 1. (μαθημ.) το ευθύγραμμο τμήμα που περνά από το κέντρο του κύκλου ή της σφαίρας και καταλήγει σε δύο σημεία της περιφέρειας: H ~ ισούται με το διπλάσιο της ακτίνας. Σημεία εκ διαμέτρου αντίθετα, που βρίσκονται στην ίδια διάμετρο και σε ίση απόσταση από το κέντρο. ΦΡ εκ διαμέτρου αντίθετος, τελείως διαφορετικός: Γνώμες / απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Δύο άνθρωποι / χαρακτήρες εκ διαμέτρου αντίθετοι. || (αστρον.): H ~ της γης. H ~ ενός αστέρα. Γωνιακή ~. 2. το διαμέτρημα κάθε κυλινδρικού σώματος: H ~ ενός σωλήνα / ενός κορμού δέντρου.

[λόγ. < αρχ. διάμετρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες