Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάλυμα
1 εγγραφή
διάλυμα το [δiálima] Ο49 : ομογενές μείγμα δύο ή περισσότερων ξεχωριστών ουσιών που η σύστασή του είναι η ίδια σε οποιοδήποτε σημείο του: Στερεό / υγρό / αέριο ~. Πυκνό / αραιό ~. Kεκορεσμένο ~. Iδιότητες των διαλυμάτων.

[λόγ. διαλύ(ω) -μα μτφρδ. γαλλ. dissolution, solution (διαφ. το αρχ. διάλυμα `εξήγηση΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες