Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάλογος
1 εγγραφή
διάλογος ο [δiáloγος] Ο19 : 1. συζήτηση, ανάμεσα σε δύο συνήθ. πρόσωπα ή ομάδες ανθρώπων, κατά την οποία καθένας από τους συνομιλητές παίρνει εναλλάξ το λόγο για να διατυπώσει, με σχετική συντομία, την άποψή του επάνω σε κάποιο θέμα: Στη συνεδρίαση έγινε ένας έντονος ~ ανάμεσα στους εκπροσώπους της διοίκησης και των εργαζομένων. Άκουσα τον εξής διάλογο που έκανε ένας νεαρός με τον πατέρα του. Ο ~ κατέληξε σε μονόλογο του προέδρου του κόμματος. || (επέκτ.) συνεχής ανταλλαγή απόψεων για την εξομάλυνση διαφορών, για την εξεύρεση κοινών αποδεκτών λύσεων κτλ.: Xωρίς ειλικρινή διάλογο το χάσμα ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά θα μείνει αγεφύρωτο. Mε δημιουργικό διάλογο μπορούν να διευθετηθούν πολλά διμερή προβλήματα εξωτερικής πολιτικής. Άρχισε ο ~ των παραγωγικών τάξεων με την κυβέρνηση. Ο ~ των εκκλησιών, μεταξύ εκπροσώπων των χριστιανικών δογμάτων. (έκφρ.) ~ κωφών*. 2. τα λόγια που ανταλλάσσουν τα πρόσωπα σε ένα λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: Οι διάλογοι είναι πολύ ζωντανοί / δεν αποδίδονται κατά λέξη στους υπότιτλους της ταινίας. 3. φιλοσοφικό ή λογοτεχνικό έργο, στο οποίο η ανάπτυξη του θέματος γίνεται με ερωταποκρίσεις ανάμεσα σε διάφορα πρόσωπα: Οι διάλογοι του Πλάτωνα. Οι «Nεκρικοί διάλογοι» του Λουκιανού.

[λόγ.: 1, 3: αρχ. διάλογος· 2: σημδ. γαλλ. dialogue (στη νέα σημ.) < λατ. dialogus < αρχ. διάλογος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες