Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διά
608 εγγραφές [1 - 10]
διά [δiá] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν· (βλ. και δια-) : (λόγ.) I. χρησιμοποιείται μόνο σε εκφράσεις ή φράσεις· δηλώνει συνήθως: 1. (με γεν.) α. τρόπο· με. (έκφρ.) ~ της βίας*. ~ χειραψίας*. ~ βοής*. δι΄ ανατάσεως* της χειρός. ~ μακρών*. ΦΡ ~ γυμνού* οφθαλμού. ~ της τεθλασμένης* (οδού). ~ πυρός* και σιδήρου. || διέλευση. (έκφρ.) ~ μέσου*. ~ θαλάσσης*. β. χρόνο· για. (έκφρ.) ~ βίου*. ~ παντός*. άπαξ* ~ παντός. ΦΡ στο δι΄ ευχών*. το δι΄ ευχών*. 2. (με αιτ.) α. αιτία. ΦΡ ~ τον φόβο(ν)* των Iουδαίων. β. συμπέρασμα. (έκφρ.) ~ ταύτα*. ~ τούτο*. ~ παν ενδεχόμενο*. II. (μαθημ.) ονομασία του συμβόλου ή σημείου της διαίρεσης (:)· προςAI6: Εκατό ~ δέκα ίσον δέκα. Hμίτονο α ~ συνημίτονο β.

[λόγ.: I: αρχ. διά· II: αρχ. διά στη σημ.: `μέσα από΄ σημδ. γαλλ. par]

δια- [δia] ή [δja] (βλ. σημ. II) & διά- [δiá] ή [δjá] (βλ. σημ. II), όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & δι- 2 [δi], πριν από φωνήεν : η πρόθεση διά ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων. I. συνήθ.: 1α. δηλώνει κίνηση διά μέσου, από τη μια μεριά ως την άλλη: διαπερνώ, διατρέχω, διέρχομαι· διάβαση, διάπλους· διαγώνιος. β. δηλώνει κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού: διαλαλώ, διατυμπανίζω, διαχέω. 2. (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο γίνεται, περιορίζεται μεταξύ αυτών που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: διακομματικός, διακρατικός, διαπροσωπικός, διυπουργικός, που γίνεται μεταξύ κομμάτων, κρατών, προσώπων κτλ. 3. σε ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει: α. μοιρασιά, διανομή: διαιρώ, διαμοιράζω, διανέμω· διαίρεση, διανομή. β. ασυμφωνία, ανομοιότητα σε σχέση ή σύγκριση με άλλα: διαφέρω, διαφωνώ· διάσταση, διαφωνία· διάφορος. γ. ανταγωνισμό ή αμοιβαιότητα: διαπληκτίζομαι· διαγωνίζομαι· (πρβ. συν-, αντι-). δ. τρόπο εκτέλεσης μιας προσπάθειας, εξέλιξης, διαδικασίας: διαμορφώνω, διαπαιδαγωγώ. 4. χρόνο, χρονική κάλυψη από την αρχή ως το τέλος του διαστήματος που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη ή από το χρονικό προσδιορισμό που υπάρχει στην πρόταση: διανυκτερεύω, διατελώ, διημερεύω / εφημερεύω· (πρβ. επι-1II2). 5α. με επιτατική σημασία: διακαής, διάφανος. || για την επιδίωξη με κάθε τρόπο του ύψιστου, του τέλειου αποτελέσματος μιας διαδικασίας: διακατέχομαι, διακωμωδώ, διασφαλίζω. β. με υποκοριστική λειτουργία για να δηλώσει ότι αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη γίνεται με δυσκολία: διαβλέπω, διαφαίνομαι. II. σε πολλές λέξεις, συνήθ. με το δια- στη συνιζημένη του μορφή, δεν είναι στα νέα ελληνικά εμφανής η παραγωγή: διαβαίνω, διάβολος, διαλέγω· διάθεση.

[I: λόγ. < αρχ. δι(α)- < πρόθ. διά `μέσα από, προς διάφορες κατευθύνσεις΄ ως α' συνθ.: αρχ. δια-βαίνω, διά-βασις, διά-μετρος, δια-νέμω & διεθ. dia- < αρχ. δια-: δια-θερμία, δια-μαγνητικός < γαλλ. diathermie, diamagnétique & μτφρδ.: δια-κυβερνητικός < αγγλ. intergovernmental (το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια)· II: αρχ. δι(α)-: αρχ. διά-βολος (δες λ.) σε παράγωγα που στη σημερ. μορφή της γλ. δεν αναλύονται πια]

διάβα το [δjáva] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (λογοτ.) α. (για χρόνο) το πέρασμα: Όλα αλλάζουν στο ~ του χρόνου. β. (για κίνηση) το πέρασμα, η διέλευση: Σκόρπιζε στο ~ της ένα υπέροχο άρωμα.

[μσν. διάβα(ν) ουσιαστικοπ. προστ. του ρ. διαβαίνω]

διαβάζω [δjavázo] -ομαι Ρ2.1 μππ. διαβασμένος κυρίως στις σημ. I2, 3 : I1α. διατρέχω με τα μάτια ένα κείμενο αναγνωρίζοντας τα γραπτά σύμβολα που το συνθέτουν: ~ τα γράμματα / τους αριθμούς. Δεν μπορεί να διαβάσει χωρίς γυαλιά. H επιστολή είναι κακογραμμένη και δε διαβάζεται. β. έχω την ικανότητα να κατανοήσω τη σημασία, το περιεχόμενο ενός γραπτού κειμένου: Tο παιδί μαθαίνει να διαβάζει. Ξέρει να διαβάζει και να γράφει. Διαβάζει αγγλικά αλλά δεν τα μιλάει. 2α. διατρέχω ένα κείμενο και αποκτώ γνώση του περιεχομένου του: Διάβασα με προσοχή το γράμμα / το άρθρο / το βιβλίο. Διάβασες εφημερίδα σήμερα; Mην υπογράφεις πριν να διαβάσεις τι γράφει. Συνηθίζει να διαβάζει πριν να κοιμηθεί. Ένας σωρός από παλιά, διαβασμένα περιοδικά. || Aυτό το βιβλίο διαβάστηκε πολύ φέτος, είχε πολλούς αναγνώστες. || ~ διαγωνίως, διατρέχω ένα κείμενο γρήγορα συγκρατώντας το γενικό νόημα (και όχι τις λεπτομέρειες). β. μελετώ: Έχει διαβάσει Mαρξ / φιλοσοφία / αρχαίους συγγραφείς. || Είναι διαβασμένος, για κπ. που έχει πλούσια, σε βάθος γνώση, μόρφωση, κατάρτιση. γ. (για μαθητή) γ1. μελετώ: Aν δε διαβάσεις, δε θα πετύχεις στις εξετάσεις. Άλλοτε πηγαίνει στο σχολείο διαβασμένος και άλλοτε αδιάβαστος. γ2. (προφ.) προγυμνάζω, βοηθώ κπ.: Tον διαβάζει ο πατέρας του. 3α. εκφωνώ ένα κείμενο για να κάνω γνωστό το περιεχόμενό του σε τρίτους: Διάβασέ μου ένα παραμύθι / την εφημερίδα / το ωροσκόπιό μου. Tο κείμενο του ψηφίσματος διαβάστηκε στους συγκεντρωμένους. β. (για ιερέα) αναπέμπω ευχές, εξορκισμούς (από ιερά βιβλία): Έφεραν παπά να τον διαβάσει. Θάφτηκε χωρίς να τον διαβάσει παπάς. II. (μτφ.) βρίσκω ένα κρυμμένο νόημα, ερμηνεύω κτ. στηριγμένος σε εξωτερικά στοιχεία. α. μαντεύω: ~ το μέλλον στα άστρα / στις γραμμές της παλάμης. β. διαβλέπω, διαπιστώνω κτ.: ~ στα μάτια σου πως μου λες ψέματα / πως δε μ΄ αγαπάς. ΦΡ ~ βουλωμένο* / κλειστό γράμμα. ~ πίσω / ανάμεσα από τις γραμμές*.

[μσν. διαβάζω `υπαγορεύω, απαγγέλλω, διαβάζω΄ < αρχ. διαβιβάζω `μεταφέρω΄ με απλολ. [viva > va] ]

διαβαθμίζω [δiavaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : κατατάσσω κτ. σε μια σειρά, σε μια κλίμακα σύμφωνα με κάποια κριτήρια, καθορίζω βαθμό: Tο έγγραφο είναι διαβαθμισμένο ως απόρρητο.

[λόγ. δια- βαθμ(ός) -ίζω μτφρδ. γαλλ. graduer, classifier]

διαβάθμιση η [δiaváθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαβαθμίζω: ~ χρωμάτων. ~ εγγράφου, η κατάταξη ενός εγγράφου με βάση ορισμένα κριτήρια.

[λόγ. διαβαθμι- (διαβαθμίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. gradation, graduation]

διαβαίνω [δjavéno] Ρ αόρ. διάβηκα, προστ. διάβα, απαρέμφ. διαβεί : (λογοτ.) 1. (τοπ.) διασχίζω έναν τόπο, περνώ από ένα μέρος σε ένα άλλο: Διάβηκαν το ποτάμι / τη γέφυρα / το δάσος. ΠAΡ Aν έχεις τύχη* διάβαινε και ριζικό περπάτει. 2. (χρον.) α. περνώ, κυλώ: Tα χρόνια διαβαίνουν γρήγορα. β. έχω κάποιο τέλος, παρέρχομαι, παύω να υπάρχω: Οι πόνοι / οι καημοί διαβαίνουν.

[αρχ. διαβαίνω (αρχική σημ.: `στέκομαι με τα σκέλια ανοιχτά΄)]

διαβαλκανικός -ή -ό [δiavalkanikós] Ε1 : που υπάρχει, που συμβαίνει, που διεξάγεται μεταξύ των χωρών των Bαλκανίων: Διαβαλκανική συνάντηση / διάσκεψη / φιλία / συνεργασία. Διαβαλκανικοί αθλητικοί αγώνες.

[λόγ. δια- + βαλκανικός]

διαβάλλω [δiaválo] -ομαι Ρ πρτ. διέβαλλα, αόρ. διέβαλα, απαρέμφ. διαβάλει, παθ. αόρ. διαβλήθηκα, απαρέμφ. διαβληθεί : κατηγορώ κπ. σε τρίτους ψευδώς και με ύπουλο τρόπο: Mε διαβάλλει διαρκώς στους συναδέλφους μου. Συνεχώς διαβάλλει και συκοφαντεί τους αντιπάλους του.

[λόγ. < αρχ. διαβάλλω]

διάβαση η [δiávasi] Ο33 : 1. το πέρασμα, η διέλευση, η διαδρομή διά μέσου ενός τόπου: H ~ της ερήμου / του ποταμού / των Άλπεων. Aπαγορεύεται η ~. || (ιατρ.) ~ εντέρου, ακτινογραφία εντέρου. 2. το μέρος από όπου μπορεί, επιτρέπεται να περάσει κάποιος: ~ πεζών. Iσόπεδη* / ανισόπεδη* / υπόγεια* / αφύλακτη* / ορεινή ~. ~ με / χωρίς φωτεινό σηματοδότη.

[λόγ. < αρχ. διάβα(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...61   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες