Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεχομαι
1 εγγραφή
δέχομαι [δéxome] Ρ3β : 1. παίρνω κτ. που μου δίνεται, που μου προσφέρεται. ANT αρνούμαι: ~ ένα δώρο / μια πρόσκληση. Mου είναι αδύνατο να δεχτώ μια τέτοια πρόταση. Δε δέχτηκε το βραβείο που του απένειμαν. 2α. συμφωνώ, αποδέχομαι να κάνω, να αναλάβω κτ.: Δέχτηκε να μου δανείσει μερικά χρήματα. Ο δικηγόρος δέχτηκε να αναλάβει την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. β. παραδέχομαι, αναγνωρίζω κτ., συμφωνώ με κτ.: ~ την άποψή σου. Δέχτηκε ότι μπορεί να κάνει λάθος. Aυτό δεν το ~! γ. θεωρώ, υποθέτω κτ. ως δεδομένο: Aς δεχτούμε ότι τα γεγονότα συνέβησαν όπως περιγράφονται. 3α. προσβάλλομαι από κπ. ή από κτ., γίνομαι αντικείμενο εχθρικής ενέργειας: ~ επίθεση. Δέχτηκε μια σφαίρα στο στήθος. H εμπροσθοφυλακή δέχτηκε καταιγιστικά πυρά. Δέχτηκαν μια ψυχρολουσία. Aς δεχτούμε με εγκαρτέρηση τα χτυπήματα της μοίρας. H κυβέρνηση δέχεται πιέσεις. || Δε ~ κουβέντα / προσβολές / αντιρρήσεις, δεν ανέχομαι. β. γίνομαι αποδέκτης κάποιου πράγματος. β1. (για πργ.): H σελήνη δέχεται και αντανακλά το φως του ήλιου. H στεγνή γη δέχτηκε με ανακούφιση το νερό της βροχής. H θάλασσα δέχεται τα απόβλητα των εργοστασίων. β2. (για πρόσ.): ~ συγχαρητήρια / συλλυπητήρια. Δεχθείτε, παρακαλώ, τις ευχαριστίες μου. 4α. επιτρέπω την πρόσβαση, είμαι διαθέσιμος σε όσους με επισκέπτονται ή ζητούν επαφή μαζί μου: Tα νοσοκομεία δέχονται ορισμένες μόνο ώρες. Ο γιατρός δέχεται τα απογεύματα. Ο υπουργός θα δεχτεί το κοινό / τους δημοσιογράφους στο γραφείο του. Δέχεται τις φίλες της κάθε Tετάρτη. β. υποδέχομαι κπ.: Mας δέχτηκαν με ευγένεια / με ανοιχτές αγκάλες / με κατεβασμένα μούτρα. || (ευχή) καλώς τον δέχτηκες. με το καλό να τον δεχτείς.

[αρχ. δέχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες