Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δευτεροβάθμιος -α -ο [δefterováθmios] Ε6 : 1. που κατέχει το δεύτερο και ιεραρχικά αμέσως κατώτερο βαθμό από τον πρωτοβάθμιο: ~ υπάλληλος. 2. που αποτελεί ένα δεύτερο σταθμό, μια δεύτερη φάση, ανώτερη από την πρωτοβάθμια: Δευτεροβάθμια επιτροπή. Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η μέση εκπαίδευση. || Δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση / συνδικαλιστική οργάνωση, που ελέγχει και συντονίζει την πρωτοβάθμια. || Δευτεροβάθμιο διαιτητικό δικαστήριο, που αναθεωρεί τις αποφάσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. 3. (μαθημ.) δευτεροβάθμια εξίσωση, εξίσωση δευτέρου βαθμού.
[λόγ. δευτερο- + βαθμ(ός) -ιος κατά το πρωτοβάθμιος, μτφρδ.: 1: γαλλ. de deuxième classe· 2, 3: γαλλ. de deuxième degré]