Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεσποτισμός
1 εγγραφή
δεσποτισμός ο [δespotizmós] Ο17 : α. χαρακτηρισμός απόλυτης, αυθαίρετης και τυραννικής εξουσίας. β. χαρακτηρισμός κάθε τυραννικής συμπεριφοράς: Έφυγε από το σπίτι για να απαλλαγεί από το δεσποτισμό των γονιών του.

[λόγ. < γαλλ. despotisme < despot(e) < αρχ. δεσπότ(ης) (δες δεσπότης 1) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες