Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δελφίνος ο [δelfínos] Ο18 : χαρακτηρισμός επίδοξου διαδόχου· αυτός που επιδιώκει και έχει πιθανότητες να διαδεχτεί κπ. σε ένα ανώτατο αξίωμα.
[λόγ. μτφρδ. γαλλ. Dauphin (από όν. γαλλικής περιοχής) -ος < υστλατ. επώνυμο Dalfinus < λατ. delfinus < ελνστ. δελφίν `δελφίνι΄]