Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δελεάζω
1 εγγραφή
δελεάζω [δeleázo] -ομαι Ρ2.1 : προσελκύω, παρασύρω κπ., τον πείθω ή τον συγκινώ χρησιμοποιώντας κτ. ως δέλεαρ: Προσπάθησε να με δελεάσει με μια σημαντική προσφορά. Δελεάστηκε από τα θέλγητρά της.

[λόγ. < αρχ. δελεάζω `πιάνω με δόλωμα, ασκώ δέλεαρ΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες