Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκάρικο
2 εγγραφές [1 - 2]
δεκάρικο το [δekáriko] Ο41 : νόμισμα αξίας δέκα δραχμών· δεκάδραχμο.

[δέκ(α) -άρικο]

δεκάρικος -η -ο [δekárikos] Ε5 : συνήθ. ~ λόγος και ως ουσ. ο δεκάρικος, για στομφώδη, σοβαροφανή αγόρευση γεμάτη κενολογίες: Σε κάθε εθνική γιορτή δεν παρέλειπε να βγάλει το δεκάρικό του.

[δέκ(α) -άρικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες