Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκάρα
1 εγγραφή
δεκάρα η [δekára] Ο25 : 1. νόμισμα αξίας δέκα λεπτών. (έκφρ.) τον / την ξέρω σαν κάλπικη* ~. 2. για ασήμαντο χρηματικό ποσό: Ήταν τρομερά τσιγκούνης· εξοικονομούσε ακόμη και τη ~. (έκφρ.) δε δίνω ~, αδιαφορώ τελείως για κτ. δεν αξίζει ~, για κτ. τελείως ασήμαντο ή ανάξιο λόγου. της δεκάρας, για κτ. τελείως ευτελές ή για άνθρωπο τιποτένιο και σπάνια για άνθρωπο τσιγκούνη και φιλοχρήματο. ΦΡ δεν έχω / δε μου έμεινε ~ τσακιστή*. δεν πιάνει ~, δεν αξίζει (τίποτε). || (επιρρ. έκφρ.) ~ ~, λίγο λίγο: Tην περιουσία του τη μάζεψε ~ ~. 3. (προφ.) ποινή δέκα ημερών. α. φυλάκιση δέκα ημερών στο στρατό: Έφαγε μια ~. β. αποβολή μαθητή από το σχολείο για δέκα μέρες. δεκαρούλα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. δεκαρίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2.

[δέκ(α) -άρα· δεκάρ(α) -ούλα, -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες