Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαυλός ο [δavlós] Ο17 : επίμηκες ξύλο, αναμμένο ή μισοκαμένο, από αυτά που χρησιμοποιούσαν κυρίως για φωτισμό, αλλά και για θέρμανση ή για μαγείρεμα: Ξεχύθηκαν στους δρόμους με δαυλούς αναμμένους. Ο ~ του Kανάρη.
[μσν. δαυλός συμφυρ. αρχ. δαλός `δαυλός΄ & ελνστ. δαῦλον `μισοκαμένο ξύλο΄]