Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαιμόνιο το [δemónio] Ο42 : 1. κακοποιό πνεύμα που πιστεύεται ότι καταλαμβάνει τον άνθρωπο και τον ωθεί σε ανόσιες πράξεις: Έκανε έναν εξορκισμό, για να βγουν τα δαιμόνια από τον άρρωστο. ΦΡ με πιάνουν τα δαιμόνια, γίνομαι έξω φρενών. καινά δαιμόνια, νεωτεριστικές ιδέες που αντιμετωπίζονται με μεγάλο σκεπτικισμό και δυσπιστία. || Tο ~ του Σωκράτη, θεία φωνή που, σύμφωνα με το Σωκράτη, τον απέτρεπε από την πλάνη. 2. οι έμφυτες ιδιαίτερες ικανότητες που έχει κάποιος λόγω φυλετικής καταγωγής ή αυτές που αναπτύσσει κάποιος σε έναν τομέα: Tο ελληνικό / το γαλλικό ~ μεγαλούργησε πάλι. Είναι επιχειρηματικό / στρατιωτικό / αστυνομικό ~. (έκφρ.) το ~ της φυλής, οι έμφυτες ικανότητες που αποδίδονται στον Έλληνα.
[λόγ. < ελνστ. δαιμόνιον, αρχ. σημ.: `θεϊκή δύναμη, κατώτερη θεότητα΄]
- δαιμόνιος -α -ο [δemónios] Ε6 : που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευστροφία, που είναι εξαιρετικά δραστήριος και αποτελεσματικός σε κτ.: ~ επιχειρηματίας. Δαιμόνιο μυαλό. ~ νους. Είναι ~ άνθρωπος· τα καταφέρνει με ό,τι καταπιάνεται.
δαιμόνια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. δαιμόνιος `που οφείλεται σε δαίμονες΄, αρχ. σημ.: `ουρανόσταλτος, θαυμαστός΄, κατά τη σημ. του ουσ. δαίμοναςI2]