Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίχως
1 εγγραφή
δίχως [δíxos] πρόθ. : δηλώνει επιρρηματικές σχέσεις· χωρίς· συντάσσεται: 1. με αιτιατική. ANT με· δηλώνει: α. έλλειψη, στέρηση, απουσία: Πού πας ~ παλτό; Ήρθε μόνη της ~ τα παιδιά. || (προφ.) με την πρόθεση με: Έζησε όλη του τη ζωή με ~ σκοτούρες. Έμεινε με ~ φράγκο, του τέλειωσαν τα λεφτά. || με αφηρημένο ουσιαστικό ισοδυναμεί με επίθετο σύνθετο με το στερητικό α- 1 και το ουσιαστικό: ~ γούστο / καρδιά / μυαλό, άγουστος, άκαρδος, άμυαλος. ΦΡ το ~ άλλο, οπωσδήποτε, ανυπερθέτως: Aύριο, το ~ άλλο, σε περιμένω. β. εξαίρεση: Πέτυχαν έξι ~ τους επιλαχόντες, χωρίς να υπολογιστούν οι επιλαχόντες. 2. με βουλητική πρόταση που εισάγεται με το να για δήλωση εξαίρεσης, παραχώρησης ή εναντίωσης: Xρωστάει πενήντα χιλιάδες ~ να λογαριάσουμε τους τόκους. Tου μίλησε ~ να τον γνωρίζει, αν και δεν τον γνώριζε. Παντρεύτηκε ~ να το μάθει κανείς, και δεν το έμαθε κανείς.

[μσν. δίχως < συμφυρ. αρχ. διχῶς `διπλά΄ & δίχα `χωριστά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες