Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίδραχμο
1 εγγραφή
δίδραχμο το [δíδraxmo] Ο41 : α. κέρμα αξίας δύο δραχμών· δίφραγκο. β. αρχαίο αττικό νόμισμα που είχε αξία δύο δραχμών.

[λόγ. < αρχ. δίδραχμον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες