Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δάγκειος ο [δángios] Ο20α : οξύ λοιμώδες νόσημα που μεταδίδεται με το τσίμπημα ενός είδους κουνουπιού και χαρακτηρίζεται από πυρετό και έντονους αρθρικούς και μυϊκούς πόνους: H επιδημία δαγκείου το 1928. || (ως επίθ.): ~ πυρετός.
[λόγ. < γαλλ. dengue (παρανάγνωση: γαλλ. προφ. [d], ριν. [ε], [g] ) < αγγλ. dengue < ισπαν. dengue (από γλ. της Aφρικής)]