Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γυναικόπαιδα τα [jinekópeδa] Ο41 : α. γυναίκες και παιδιά. β. οι γυναίκες και τα παιδιά ως άμαχοι, σε κατάσταση πολέμου ή έκτακτης ανάγκης.
[μσν. γυναικόπαιδα < γυναίκ(ες) -ο- + παιδ(ιά) -α, πληθ. του -ο]