Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρικώ
1 εγγραφή
γρικώ [γrikó] & -άω, -ιέμαι & αγρικώ [aγrikó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) 1. ακούω: Γρικάς τ΄ αηδόνια μες στο δάσος; 2. καταλαβαίνω: Aυτή δε γρικάει από τέτοια πράματα.

[μσν. γρικώ, αγρικώ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < μσν. αγροικ(ός) -ώ < ελνστ. ή μσν. *ἀγροικός `φρόνιμος΄ < αρχ. ἄγροικος `κάτοικος των αγρών, άξεστος΄ όπου το αρχικό ἄ- της λ. ἄγροικος θεωρήθηκε στερ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες