Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γριβας
1 εγγραφή
γρίβας ο [γrívas] Ο3 : (λαϊκότρ.) το ψαρί άλογο.

[μσν. γρίβας ίσως < γοτθικό *grêwa `γκρίζος΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες