Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουρλώνω
1 εγγραφή
γουρλώνω [γurlóno] Ρ1α μππ. γουρλωμένος : ανοίγω υπερβολικά τα μάτια μου (από φόβο, έκπληξη κτλ.): Tι γουρλώνεις έτσι τα μάτια σου; Mε κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια.

[μσν. *γουρλώνω (πρβ. μσν. γουρλομάτης) < *γρουλώνω (μετακ. του [r] ) < γρυλώνω ( [i > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] ) < ελνστ. γρύλλ(ος) `κωμική ζωγραφική φιγούρα΄ -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες