Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνωρίζω
1 εγγραφή
γνωρίζω [γnorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κατέχω μια γνώση συνήθ. ως αποτέλεσμα μάθησης: Γνωρίζει καλά τους νόμους. Οι υποψήφιοι πρέπει να γνωρίζουν καλά τρεις ξένες γλώσσες. …και γράμματα ~, ακροτελεύτια φράση μαρτυρικών καταθέσεων. || έχω αντίληψη ενός πράγματος, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης: Δε ~ τίποτε για την υπόθεση. 2. έχω σχέσεις, επαφή, γνωριμία με κπ.: Γνωρίστηκαν στην Iταλία. Γνωριζόμαστε από παιδιά, τον ξέρω από… Πώς του μιλάς αφού δεν τον γνωρίζεις;, αφού δεν τον ξέρεις. Ήθελα να τον γνωρίσω από κοντά. Γνωρίζεσαι με τον αδερφό μου;, τον ξέρεις τον αδερφό μου; (λόγ. έκφρ.) ~ κπ. / κτ. εξ όψεως* / εξ ακοής*. || Nα σου γνωρίσω τον ανιψιό μου, να σου τον συστήσω. || Δε γνώρισε γυναίκα, δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις. Δε γνώρισε μητέρα / πατέρα, ορφάνεψε πολύ μικρός. 3. αναγνωρίζω: Δε σε γνώρισα μ΄ αυτά τα ρούχα. Σας γνωρίσαμε!, συνήθ. σε μεταμφιεσμένους. Tον γνώρισα από τη φωνή του. ΦΡ δε γνωρίζει ο σκύλος / το σκυλί τον αφέντη* του. 4α. αποχτώ εμπειρία ενός πράγματος: Εσείς δε γνωρίσατε την πείνα και τη δυστυχία. || μαθαίνω: Γνωρίστε το σώμα σας! (έκφρ.) ~ κτ. στο πετσί* μου. β. κάνω κτ. γνωστό σε κπ.: Mε τις θαυμάσιες μεταφράσεις του μας γνώρισε τη σύγχρονη αγγλική λογοτεχνία, μας έκανε γνωστή. || (λόγ.) γνωστοποιώ, ανακοινώνω: Σας ~ ότι… Σας παρακαλώ να μας γνωρίσετε την ημερομηνία της άφιξής σας. γ. Στον αιώνα μας η ψυχολογία γνώρισε εκπληκτική ανάπτυξη, είχε. H πόλη μας γνώρισε μέρες δόξας, έζησε.

[αρχ. γνωρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες