Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνάθος
1 εγγραφή
γνάθος η [γnáθos] Ο35 : (ανατ.) καθένα από τα δύο οστά του προσώπου, πάνω στα οποία είναι εμφυτευμένα τα δόντια· σιαγόνα: H άνω / η κάτω ~. Έπαθε εξάρθρωση της κάτω γνάθου.

[λόγ. < αρχ. γνάθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες