Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλιτσα
1 εγγραφή
γλίτσα η [γlítsa] Ο25 : 1. στρώμα λιπαρής βρομιάς που επικάθεται συνήθ. στα τοιχώματα των μαγειρικών σκευών ή άλλων αντικειμένων: Ο νεροχύτης έπιασε ~. 2. λεπτό στρώμα λάσπης που σχηματίζεται συνήθ. ύστερα από σιγανή και επίμονη βροχή και κάνει ολισθηρούς τους δρόμους.

[ελνστ.(;) *γλιτ-, *γλισ-(;) `κολλητική ουσία΄ (πρβ. ελνστ. γλία ἡ, γλίττον `κόλλα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες