Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαντε
2 εγγραφές [1 - 2]
γκαντέμης ο [gadémis] Ο11 θηλ. γκαντέμισσα [gadémisa] Ο27α & (προφ.) γκαντέμω [gadémo] Ο37α (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ο γρουσούζης1.

[τουρκ. kadem (από τα αραβ.) `καλή τύχη΄ (ειρωνικά) -ης με ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-k > toŋg > g] · γκαντέμ(ης) -ισσα, -ω]

γκαντεμιά η [gademná] Ο24 : (οικ.) η γρουσουζιά1.

[γκαντέμ(ης) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες