Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκάζι
4 εγγραφές [1 - 4]
γκάζι το [gázi] Ο44 : 1. φωταέριο. || (επέκτ.) το εργοστάσιο φωταερίου: Οι κάτοικοι ζήτησαν να φύγει το ~ από την περιοχή τους. 2. το πεντάλ που τροφοδοτεί τη μηχανή του αυτοκινήτου με βενζίνη: Πατάω / αφήνω το ~. Πάτα ~ να φύγουμε, ανάπτυξε ταχύτητα. (προφ.) Tέρμα τα γκάζια, για υπερβολική ταχύτητα. 3. (μτφ., λαϊκ.) επίπληξη: Kάνεις εσύ του κεφαλιού σου και μετά ακούω εγώ τα γκάζια. (έκφρ.) βάζω γκάζια σε κπ., τον επιπλήττω για κτ. που δεν έκανε.

[αντδ. < γαλλ. gaz < ολλανδ. gaz < λατ. chaos `συγκεχυμένη μάζα από όπου δημιουργήθηκε το σύμπαν΄ < αρχ. χάος `η πρώτη κατάσταση του σύμπαντος΄]

γκαζιά 1 η [gazjá] Ο24 : (προφ.) απότομο πάτημα του γκαζιού του αυτοκινήτου, της μηχανής κτλ.: Kαβάλησε τη μηχανή και με μια ~ έγινε άφαντος.

[γκάζ(ι) -ιά]

γκαζιά 2 η : (παρωχ.) μπίλια που χρησιμοποιείται σε παιδικά παιχνίδια.

[*γκαζοζιά < γκαζόζ(α) -ιά `βούλωμα σε μποτίλια γκαζόζας΄ (απλολ.)(;)]

γκαζιέρα η [gazjéra] Ο25α : κινητή συσκευή μαγειρέματος που λειτουργεί συνήθ. με πετρέλαιο και που ήταν σε κοινότατη χρήση παλαιότερα.

[γκάζ(ι) -ιέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες